...κάπως έτσι ξεκινούσε κάποτε η Μαρία Κάλλας μια επιστολή της προς τον Πιερ Πάολο Παζολίνι από την πρώτη θέση της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Δεν βρίσκομαι στην πρώτη θέση, ούτε καν δίπλα στο παράθυρο για να μπορώ να ρίχνω καμιά ματιά στον κατασκότεινο ουρανό. Κάθομαι στριμωγμένος τρεις σειρές πριν το τέλος της καμπίνας ανάμεσα σε Ιταλούς και Αργεντίνους που κοιμούνται, συζητούν ή χαζεύουν τις οθόνες μπροστά τους. Προσπαθώ κάπως άβολα να γράψω κι εγώ ένα γράμμα από τα σύννεφα προς τον εαυτό μου. Ένα γράμμα που βιάζεται να φτάσει πιο γρήγορα από εμένα στον προορισμό μου και έχει κολημμένα έξι γραμματόσημα από τον νότο στην μπροστινή του πλευρά.
/ Άλτα Γκράσια, Αργεντινή: μουσείο Τσε Γκεβάρα
Το σπίτι που μεγάλωσε ο Τσε. Τι άνθρωπος! Τον βλέπω καθισμένο σε ένα παγκάκι στην πίσω αυλή του οικογενειακού σπιτιού να καπνίζει το πούρο του απολαμβάνοντας την ησυχία της μικρής κωμόπολης στα περίχωρα της Κόρδοβα. Δείχνει να έχει μια άνεση και μια ικανοποίηση στο βλέμμα, άγνωστο το γιατί και προσπαθώ να φανταστώ τον λόγο. Θα μπορούσαν να είναι οι νίκες του που τον κάνουν χαρούμενο, προφανώς ίσως γιατί δεν έμαθε ποτέ για τις δικές μας ήττες στο μέλλον. Θα μπορούσαν παράλληλα να τον ικανοποιούν τα ταξίδια που τόλμησε με την Ποδερόσα, την μηχανή του, το γεγονός πως ταξίδεψε ακούγοντας τις επιθυμίες του χωρίς να τον κρατήσουν κάτω οι φόβοι της καθημερινότητας, του μισθού και της επιβίωσης. Ναι, ίσως όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι λόγοι να χαμογελάει ο Τσε που κατέληξε να πολεμάει για τις ιδέες του στην Κούβα ή τα δάση της λατινικής Αμερικής. Όμως αυτός ο Τσε, ο καθισμένος στην πίσω αυλή του πατρικού του σπιτιού στην Άλτα Γκράσια, που τώρα λειτουργεί ως μουσείο, μάλλον το μόνο για το οποίο μπορεί να χαμογελάει είναι οι εισπράξεις της ημέρας από τα εισιτήρια των επισκεπτών που θέλουν να δουν, να νιώσουν, να βγάλουν μια σέλφι με τον ήρωα τους, να αγοράσουν ένα (ακόμα) t-shirt με το πρόσωπο του, να δουν την κουζίνα που του μαγείρευε η νταντά του ή το γραφείο που διάβαζε όταν ήταν παιδί. Ο Τσε είναι πλέον κομμάτι αυτού που πολέμησε κάποτε και στην θέση του, αν ήμουν ο Τσε, δεν ξέρω αν θα είχα πολλούς λόγους πλέον να χαμογελώ.
/ Μπουένος Άιρες, Αργεντινή: μετρό
Ένας πιτσιρίκος, θα ‘ναι δεν θα ‘ναι 15 χρονών, μπαίνει στον συρμό κρατώντας ένα ασύρματο μικρόφωνο και ένα φορητό ηχείο. Ετοιμάζει τα συμπράγκαλα του, αρπάζει το μικρόφωνο και κάνει μια μικρή εισαγωγή προς το μετακινούμενο κοινό του. Η μουσική ξεκινά να παίζει δυνατά και ο πιτσιρίκος αρχίζει να τραγουδά ένα αριστερό τραγούδι με θέμα την αγάπη για την πατρίδα. Δεν τραγουδά όμορφα όμως αυτή η μικρή λεπτομέρεια δεν φαίνεται να τον πτοεί. Στο κλείσιμο οι επιβάτες τον χειροκροτούν, ο ίδιος τακτοποιεί τον εξοπλισμό και περιφέρει το καπέλο του μαζεύοντας κάποια λιγοστά χαρτονομίσματα. Λίγο αργότερα το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται με έναν νέο άντρα να μπαίνει στον συρμό με την κιθάρα του, να κάνει κι αυτός μια μικρή εισαγωγή και να απαγγέλει ένα τραγούδι που διαρκεί ακριβώς όσο η απόσταση ανάμεσα σε δύο σταθμούς. Το χειροκρότημα στο τέλος είναι εκεί, μαζί και η πενιχρή είσπραξη. Η ανταπόδωση προς τον καλλιτέχνη της μετακινούμενης εργατικής τάξης είναι ένα ειλικρινές “ευχαριστώ”, μια ένδειξη πως δεν έχει περάσει απαρατήρητος στην καθημερινή ρουτίνα, ακόμα και αν τα έσοδα είναι ευθέως ανάλογα μιας πτωχευμένης οικονομίας.
Το σπίτι που μεγάλωσε ο Τσε. Τι άνθρωπος! Τον βλέπω καθισμένο σε ένα παγκάκι στην πίσω αυλή του οικογενειακού σπιτιού να καπνίζει το πούρο του απολαμβάνοντας την ησυχία της μικρής κωμόπολης στα περίχωρα της Κόρδοβα. Δείχνει να έχει μια άνεση και μια ικανοποίηση στο βλέμμα, άγνωστο το γιατί και προσπαθώ να φανταστώ τον λόγο. Θα μπορούσαν να είναι οι νίκες του που τον κάνουν χαρούμενο, προφανώς ίσως γιατί δεν έμαθε ποτέ για τις δικές μας ήττες στο μέλλον. Θα μπορούσαν παράλληλα να τον ικανοποιούν τα ταξίδια που τόλμησε με την Ποδερόσα, την μηχανή του, το γεγονός πως ταξίδεψε ακούγοντας τις επιθυμίες του χωρίς να τον κρατήσουν κάτω οι φόβοι της καθημερινότητας, του μισθού και της επιβίωσης. Ναι, ίσως όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι λόγοι να χαμογελάει ο Τσε που κατέληξε να πολεμάει για τις ιδέες του στην Κούβα ή τα δάση της λατινικής Αμερικής. Όμως αυτός ο Τσε, ο καθισμένος στην πίσω αυλή του πατρικού του σπιτιού στην Άλτα Γκράσια, που τώρα λειτουργεί ως μουσείο, μάλλον το μόνο για το οποίο μπορεί να χαμογελάει είναι οι εισπράξεις της ημέρας από τα εισιτήρια των επισκεπτών που θέλουν να δουν, να νιώσουν, να βγάλουν μια σέλφι με τον ήρωα τους, να αγοράσουν ένα (ακόμα) t-shirt με το πρόσωπο του, να δουν την κουζίνα που του μαγείρευε η νταντά του ή το γραφείο που διάβαζε όταν ήταν παιδί. Ο Τσε είναι πλέον κομμάτι αυτού που πολέμησε κάποτε και στην θέση του, αν ήμουν ο Τσε, δεν ξέρω αν θα είχα πολλούς λόγους πλέον να χαμογελώ.
/ Μπουένος Άιρες, Αργεντινή: μετρό
Ένας πιτσιρίκος, θα ‘ναι δεν θα ‘ναι 15 χρονών, μπαίνει στον συρμό κρατώντας ένα ασύρματο μικρόφωνο και ένα φορητό ηχείο. Ετοιμάζει τα συμπράγκαλα του, αρπάζει το μικρόφωνο και κάνει μια μικρή εισαγωγή προς το μετακινούμενο κοινό του. Η μουσική ξεκινά να παίζει δυνατά και ο πιτσιρίκος αρχίζει να τραγουδά ένα αριστερό τραγούδι με θέμα την αγάπη για την πατρίδα. Δεν τραγουδά όμορφα όμως αυτή η μικρή λεπτομέρεια δεν φαίνεται να τον πτοεί. Στο κλείσιμο οι επιβάτες τον χειροκροτούν, ο ίδιος τακτοποιεί τον εξοπλισμό και περιφέρει το καπέλο του μαζεύοντας κάποια λιγοστά χαρτονομίσματα. Λίγο αργότερα το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται με έναν νέο άντρα να μπαίνει στον συρμό με την κιθάρα του, να κάνει κι αυτός μια μικρή εισαγωγή και να απαγγέλει ένα τραγούδι που διαρκεί ακριβώς όσο η απόσταση ανάμεσα σε δύο σταθμούς. Το χειροκρότημα στο τέλος είναι εκεί, μαζί και η πενιχρή είσπραξη. Η ανταπόδωση προς τον καλλιτέχνη της μετακινούμενης εργατικής τάξης είναι ένα ειλικρινές “ευχαριστώ”, μια ένδειξη πως δεν έχει περάσει απαρατήρητος στην καθημερινή ρουτίνα, ακόμα και αν τα έσοδα είναι ευθέως ανάλογα μιας πτωχευμένης οικονομίας.
/ Πούντα Αρένας, Παταγονία: τοπικό εστιατόριο
Πάντα αγαπούσα τα λιμάνια. Ίσως να φταίει πως μεγάλωσα με την εικόνα του πατέρα καπετάνιου, ίσως γιατί αργότερα να ένιωσα μια ιδιαίτερη αγάπη προς εκείνα τα σημεία που οριοθετούν την έξοδο ή την φυγή. Κατέληξα κάπως τυχαία να κόβω βόλτες στην προκυμαία της Πούντα Αρένας, του νοτιότερου λιμανιού της Χιλής στην Παταγονία, στον πορθμό του Μαγγελάνου. Είναι το πρώτο μέρος στο ταξίδι μου που συναντώ τόσο συχνά πινακίδες με επιγραφές που παραπέμπουν στην Ελλάδα: “Gyros”, “Souvlaki”, “Mediterranean cousine”. Πιάνω κουβέντα με έναν σερβιτόρο σε ένα από αυτά τα καταστήματα, τα χαρακτηριστικά του οποίου απέχουν από το να χαρακτηριστούν “μεσογειακά” και παραπέμπουν περισσότερο στον βορρά της Χιλής. Του αναφέρω την εντύπωση μου από τις “ελληνικές” πινακίδες και με ρωτάει από που είμαι. Όταν του αναφέρω την Αθήνα δεν διακρίνω καμιά εντύπωση στο βλέμμα του, σαν να του είπα κάτι πολύ καθημερινό ή οικείο. Απορώ και τον ρωτάω πως και γιατί: “μετά τον πόλεμο πέρασαν από εδώ εκατοντάδες Έλληνες ναυτικοί”, μου εξηγεί. “Πολλοί απ’ αυτούς ερωτεύτηκαν τις πουτάνες του λιμανιού ή τις γυναίκες της πόλης, έκαναν οικογένειες και περιουσίες εδώ παράλληλα με τις οικογένειες τους στην Ελλάδα. Κάποιοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, παράτησαν γυναίκες και παιδιά, πήραν τα χρήματα και εξαφανίστηκαν για πάντα, ενώ κάποιοι άλλοι έμειναν για πάντα εδώ και εξαφανίστηκαν από τις οικογένειες τους εκεί στα βόρεια. Έτσι, όταν ξεμπάρκαραν, άνοιξαν όλα αυτά τα μαγαζιά για να ζήσουν”. Τον κοιτάω απορημένος και δεν αρθρώνω λέξη. Κάνει να φύγει προς την κουζίνα, σταματάει ένα δευτερόλεπτο και μου λέει: “Καλύτερα να μην λές πως είσαι Έλληνας. Κάποιοι μπορεί να φοβηθούν πως τους ψάχνει κανένα ξεχασμένο παιδί. Καλύτερα άσ’ τους στην ησυχία τους”.
/ Πούντα ντελ Ντιάμπλο, Ουρουγουάη: παραλιακός δρόμος
Η Πούντα ντελ Ντιάμπλο είναι ένα μικρό ψαροχώρι στην ακτή της Ουρουγουάης με θέα τον Ατλαντικό, μακριά από το σημείο που το καφέ νερό του Ρίο Πλάτα χύνεται στον ωκεανό. Εδώ τα νερά είναι γαλάζια αν και πολύ μακριά από τις εικόνες που έχω συνηθίσει στην Μεσόγειο. Ψαροχώρι είπα; Γράψε λάθος. Ψαροχώρι παραμένει στους τουριστικούς οδηγούς, άντε οριακά για 2-3 μήνες Αυγουστο ή τον Σεπτέμβρη όταν το νότιο ημισφαίριο διαβαίνει τον δικό του χειμώνα. Τις υπόλοιπες εποχές είναι ένα μέρος χωρίς ασφάλτινους δρόμους και χωρίς υποδομές αλλά γεμάτο τουρίστες, καλλιτέχνες, εργαζόμενους στον τουρισμό και κόσμο από αυτόν που στο Μοντεβιδέο αποκαλούν “hippie”. Ο ήλιος έχει πέσει κι έχω βγει στον παραλιακό χωμάτινο δρόμο που περνά μπροστά από το καρνάγιο. Πέντε-έξι ψαρόβαρκες ξεκαλοκαιριάζουν στεγνώνοτας στην άμμο μακριά από το υγρό στοιχείο, ένα συγκρότημα παίζει μουσική σε μια μικρή πλατεία της αγοράς δίπλα στα κλειστά ιχθυοπωλεία και τα εστιατόρια ετοιμάζονται να υποδεχτούν την πελατεία τους. Πηγαινοέρχομαι πάνω-κάτω τον μικρό δρόμο περιμένοντας να ανατείλει το φεγγάρι μέσα από τον ωκεανό, όταν ξαφνικά το μάτι μου πέφτει με δυσκολία μέσα στο σκοτάδι σε μια ξύλινη πινακίδα καρφωμένη ανάμεσα στις πέτρες, μπροστά από μια συστάδα ξύλινα σπίτια: “Silencio por favor, escuchamos el mar” (ησυχία παρακαλώ, ακούμε την θάλασσα).
Πάντα αγαπούσα τα λιμάνια. Ίσως να φταίει πως μεγάλωσα με την εικόνα του πατέρα καπετάνιου, ίσως γιατί αργότερα να ένιωσα μια ιδιαίτερη αγάπη προς εκείνα τα σημεία που οριοθετούν την έξοδο ή την φυγή. Κατέληξα κάπως τυχαία να κόβω βόλτες στην προκυμαία της Πούντα Αρένας, του νοτιότερου λιμανιού της Χιλής στην Παταγονία, στον πορθμό του Μαγγελάνου. Είναι το πρώτο μέρος στο ταξίδι μου που συναντώ τόσο συχνά πινακίδες με επιγραφές που παραπέμπουν στην Ελλάδα: “Gyros”, “Souvlaki”, “Mediterranean cousine”. Πιάνω κουβέντα με έναν σερβιτόρο σε ένα από αυτά τα καταστήματα, τα χαρακτηριστικά του οποίου απέχουν από το να χαρακτηριστούν “μεσογειακά” και παραπέμπουν περισσότερο στον βορρά της Χιλής. Του αναφέρω την εντύπωση μου από τις “ελληνικές” πινακίδες και με ρωτάει από που είμαι. Όταν του αναφέρω την Αθήνα δεν διακρίνω καμιά εντύπωση στο βλέμμα του, σαν να του είπα κάτι πολύ καθημερινό ή οικείο. Απορώ και τον ρωτάω πως και γιατί: “μετά τον πόλεμο πέρασαν από εδώ εκατοντάδες Έλληνες ναυτικοί”, μου εξηγεί. “Πολλοί απ’ αυτούς ερωτεύτηκαν τις πουτάνες του λιμανιού ή τις γυναίκες της πόλης, έκαναν οικογένειες και περιουσίες εδώ παράλληλα με τις οικογένειες τους στην Ελλάδα. Κάποιοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, παράτησαν γυναίκες και παιδιά, πήραν τα χρήματα και εξαφανίστηκαν για πάντα, ενώ κάποιοι άλλοι έμειναν για πάντα εδώ και εξαφανίστηκαν από τις οικογένειες τους εκεί στα βόρεια. Έτσι, όταν ξεμπάρκαραν, άνοιξαν όλα αυτά τα μαγαζιά για να ζήσουν”. Τον κοιτάω απορημένος και δεν αρθρώνω λέξη. Κάνει να φύγει προς την κουζίνα, σταματάει ένα δευτερόλεπτο και μου λέει: “Καλύτερα να μην λές πως είσαι Έλληνας. Κάποιοι μπορεί να φοβηθούν πως τους ψάχνει κανένα ξεχασμένο παιδί. Καλύτερα άσ’ τους στην ησυχία τους”.
/ Πούντα ντελ Ντιάμπλο, Ουρουγουάη: παραλιακός δρόμος
Η Πούντα ντελ Ντιάμπλο είναι ένα μικρό ψαροχώρι στην ακτή της Ουρουγουάης με θέα τον Ατλαντικό, μακριά από το σημείο που το καφέ νερό του Ρίο Πλάτα χύνεται στον ωκεανό. Εδώ τα νερά είναι γαλάζια αν και πολύ μακριά από τις εικόνες που έχω συνηθίσει στην Μεσόγειο. Ψαροχώρι είπα; Γράψε λάθος. Ψαροχώρι παραμένει στους τουριστικούς οδηγούς, άντε οριακά για 2-3 μήνες Αυγουστο ή τον Σεπτέμβρη όταν το νότιο ημισφαίριο διαβαίνει τον δικό του χειμώνα. Τις υπόλοιπες εποχές είναι ένα μέρος χωρίς ασφάλτινους δρόμους και χωρίς υποδομές αλλά γεμάτο τουρίστες, καλλιτέχνες, εργαζόμενους στον τουρισμό και κόσμο από αυτόν που στο Μοντεβιδέο αποκαλούν “hippie”. Ο ήλιος έχει πέσει κι έχω βγει στον παραλιακό χωμάτινο δρόμο που περνά μπροστά από το καρνάγιο. Πέντε-έξι ψαρόβαρκες ξεκαλοκαιριάζουν στεγνώνοτας στην άμμο μακριά από το υγρό στοιχείο, ένα συγκρότημα παίζει μουσική σε μια μικρή πλατεία της αγοράς δίπλα στα κλειστά ιχθυοπωλεία και τα εστιατόρια ετοιμάζονται να υποδεχτούν την πελατεία τους. Πηγαινοέρχομαι πάνω-κάτω τον μικρό δρόμο περιμένοντας να ανατείλει το φεγγάρι μέσα από τον ωκεανό, όταν ξαφνικά το μάτι μου πέφτει με δυσκολία μέσα στο σκοτάδι σε μια ξύλινη πινακίδα καρφωμένη ανάμεσα στις πέτρες, μπροστά από μια συστάδα ξύλινα σπίτια: “Silencio por favor, escuchamos el mar” (ησυχία παρακαλώ, ακούμε την θάλασσα).
/ Βαλπαραΐσο, Χιλή: ανάμεσα στους λόφους
Ανεβοκατεβαίνω ασθμαίνοντας τους λόφους γύρω από το λιμάνι με τα πόδια ή τα τελεφερίκ που κρέμονται σε διάφορα σημεία. Μπροστά ξανοίγεται το λιμανι και πιο πίσω η τουριστική πλευρά της πόλης με τα ανακαινισμένα χρωματιστά σπίτια, τα γκραφίτι, τους ποιητές. Ακόμα πιο πίσω, σε τρίτο πλάνο και μακριά από τον συνωστισμό των τουριστών, το Βαλπαραΐσο της φτώχειας με τις ολόδικες του φαβέλες μοιάζει να έχει ακριβώς τα ίδια στοιχεία με το υπόλοιπο. Γκραφίτι, χρωματιστά σπίτια και οι – πανταχού παρόντες ποιητές – δίνουν και παίρνουν, όμως αυτή την φορά πιο άγρια και πιο επιθετικά ανάμεσα σε ξηλωμένα πεζοδρόμια και συνεργεία αυτοκινήτων. Το Βάλπο είναι ίσως η πρώτη πόλη που συναντώ η οποία έχει καταφέρει να επιβάλει τον χαρακτήρα της στον τουρισμό, ακόμα κι αν τελικά φαίνεται να χάνει κατά κράτος από εκείνον. Στο μυαλό μου ωστόσο αυτή η επιβολή μοιάζει σαν να πρόκειται για μια μικρή εκδίκηση της πόλης απέναντι στο μέλλον της, για ένα εξαίσιο κωλοδάχτυλο μιας αξιοπρεπούς ήττας.
/ Μπουένος Άιρες, Αργεντινή: μουσείο καλών τεχνών
Στέκομαι μπροστά σε έναν πίνακα του Κινκέλα Μαρτίν (Benito Quinquela Martín, 1890-1977) που απεικονίζει τους εργάτες στο λιμάνι της λα Μπόκα. Το αγαπημένο και αποκλειστικό θέμα ενός ζωγράφου που το απεικόνισε ακόμα και πάνω στο ίδιο του το φέρετρο λίγους μήνες πριν πεθάνει, γράφοντας παράλληλα πάνω του: “Εκείνος που έζησε περιτριγυρισμένος από χρώμα, δεν μπορεί να θαφτεί σε ένα σκέτο κουτί”. Σκέφτομαι πόση πολλή αγάπη αλλά και πόση πολλή έμπνευση μπορεί να δένει έναν άνθρωπο με την πόλη που ζει και αναρωτιέμαι αν υπάρχει ένας αντίστοιχος Κινκέλα στην Αθήνα, ή έστω κάποιοι άνθρωποι που να αγαπάνε πραγματικά την πόλη γι’ αυτό που είναι και όχι για τα μαγαζιά της, την φάση της, την μακιγιαρισμένη εναλλακτικότητα της, τον εξευγενισμό των ερ-μπι-εν-μπι διαμερισμάτων της. Πότε άραγε καταγράφηκαν για τελευταία φορά οι εργάτες της Αθήνας, ντόπιοι και μετανάστες, ως οι μοντέρνοι ήρωες της;
Ανεβοκατεβαίνω ασθμαίνοντας τους λόφους γύρω από το λιμάνι με τα πόδια ή τα τελεφερίκ που κρέμονται σε διάφορα σημεία. Μπροστά ξανοίγεται το λιμανι και πιο πίσω η τουριστική πλευρά της πόλης με τα ανακαινισμένα χρωματιστά σπίτια, τα γκραφίτι, τους ποιητές. Ακόμα πιο πίσω, σε τρίτο πλάνο και μακριά από τον συνωστισμό των τουριστών, το Βαλπαραΐσο της φτώχειας με τις ολόδικες του φαβέλες μοιάζει να έχει ακριβώς τα ίδια στοιχεία με το υπόλοιπο. Γκραφίτι, χρωματιστά σπίτια και οι – πανταχού παρόντες ποιητές – δίνουν και παίρνουν, όμως αυτή την φορά πιο άγρια και πιο επιθετικά ανάμεσα σε ξηλωμένα πεζοδρόμια και συνεργεία αυτοκινήτων. Το Βάλπο είναι ίσως η πρώτη πόλη που συναντώ η οποία έχει καταφέρει να επιβάλει τον χαρακτήρα της στον τουρισμό, ακόμα κι αν τελικά φαίνεται να χάνει κατά κράτος από εκείνον. Στο μυαλό μου ωστόσο αυτή η επιβολή μοιάζει σαν να πρόκειται για μια μικρή εκδίκηση της πόλης απέναντι στο μέλλον της, για ένα εξαίσιο κωλοδάχτυλο μιας αξιοπρεπούς ήττας.
/ Μπουένος Άιρες, Αργεντινή: μουσείο καλών τεχνών
Στέκομαι μπροστά σε έναν πίνακα του Κινκέλα Μαρτίν (Benito Quinquela Martín, 1890-1977) που απεικονίζει τους εργάτες στο λιμάνι της λα Μπόκα. Το αγαπημένο και αποκλειστικό θέμα ενός ζωγράφου που το απεικόνισε ακόμα και πάνω στο ίδιο του το φέρετρο λίγους μήνες πριν πεθάνει, γράφοντας παράλληλα πάνω του: “Εκείνος που έζησε περιτριγυρισμένος από χρώμα, δεν μπορεί να θαφτεί σε ένα σκέτο κουτί”. Σκέφτομαι πόση πολλή αγάπη αλλά και πόση πολλή έμπνευση μπορεί να δένει έναν άνθρωπο με την πόλη που ζει και αναρωτιέμαι αν υπάρχει ένας αντίστοιχος Κινκέλα στην Αθήνα, ή έστω κάποιοι άνθρωποι που να αγαπάνε πραγματικά την πόλη γι’ αυτό που είναι και όχι για τα μαγαζιά της, την φάση της, την μακιγιαρισμένη εναλλακτικότητα της, τον εξευγενισμό των ερ-μπι-εν-μπι διαμερισμάτων της. Πότε άραγε καταγράφηκαν για τελευταία φορά οι εργάτες της Αθήνας, ντόπιοι και μετανάστες, ως οι μοντέρνοι ήρωες της;
Δημοσιεύτηκε στο Yusra