Το πλοίο πλησιάζει αργά, στρίβει τρέμοντας ολόκληρο γύρω από τον άξονα του και με μια απαλή κίνηση προς τα πίσω δένει στον μικρό τσιμεντένιο μώλο με το πρώτο φως της ημέρας. Κατεβαίνουμε καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι κι άλλα τόσα αυτοκίνητα. Μπροστά στον καταπέλτη μας περιμένουν φωνάζοντας και κουνώντας τα χέρια τέσσερις λιμενικοί με εμφανή την τσαντίλα στο πρόσωπο τους για το αξημέρωτο ξύπνημα λόγω της άφιξης του πλοίου και -ακόμα χειρότερα- την δίωρη καθυστέρηση του που τους χάλασε το όποιο πρόγραμμα είχαν. Λίγο πιο πίσω ένα τσούρμο ντόπιοι στριμώχνονται σε μια γωνιά του μώλου μακραίνοντας τους λαιμούς τους στην προσπάθεια να εντοπίσουν συγγενείς, φίλους ή τουρίστες, κρατώντας κάτι προχειρογραμμένες ταμπέλες με το όνομα των «rooms to let» ή του πελάτη.
Θα 'χει περάσει ούτε μια ώρα και καμιά δεκαριά Αθηναίοι βρισκόμαστε μέσα στο σβηστό λεωφορείο που -βάσει προγράμματος- θα πρέπει να ξεκινήσει σε τρία λεπτά ακριβώς για το πρώτο πρωινό δρομολόγιο από το λιμάνι στο χωριό και από εκεί στην παραλία. Περιμένουμε κρατώντας σακίδια, σκηνές, τσάντες με προμήθειες και, μια κοπέλα, τον σκύλο της από το λουρί του. Ο οδηγός, που στο μεταξύ είχε πεταχτεί μέχρι τον φούρνο να φέρει μερικές τσάντες με φρατζόλες ψωμί για τα εστιατόρια του Μεγάλου Χωριού, επιστρέφει στο όχημα και αφού αφήσει τις τσάντες, ξαναφεύγει και πάει στο γειτονικό καφενείο, αρπάζει μια πλαστική καρέκλα και τον καφέ του, κάθεται σε ένα τραπέζι και πιάνει ψιλή κουβέντα με τους λοιπούς ντόπιους θαμώνες. Οι Αθηναίοι επιβάτες του λεωφορείου δεν το κουνάμε ρούπι από την αβολεψιά μας, δεν χαλαρώνουμε. Έχουμε φέρει μαζί μας από την πόλη το άγχος του προγραμματισμού, την αγωνία μην χάσουμε το λεωφορείο, την ακράδαντη πίστη πως πρέπει να μείνουμε σταθεροί στις θέσεις μας γιατί ο σκοπός μας είναι να πάμε μέχρι την παραλία και τίποτα άλλο. Μετά από πέντε-έξι λεπτά ο οδηγός επιστρέφει στο λεωφορείο κι αυτό ξεκινά αργά για το δρομολόγιο του. Η μετάλλαξη του χρόνου ως διαδικασία έχει ξεκινήσει.
Στην διαδρομή, πέντε παιδιά που επισκέπτονται για πρώτη φορά το νησί αναρωτιούνται πόση ώρα έχουμε ακόμα μπροστά μας και προς τα που πέφτει ο προορισμός. Τους ενημερώνω με ένα μάλλον βαρετό ύφος -όπως μου είπαν κάποιες μέρες αργότερα- που μάλλον θα ήθελα να υποδηλώνει εμπειρία και επιστροφή σε γνώριμα μέρη. Με ευχαριστούν. Δεν το επεδίωξα το ύφος, μάλλον ξεπήδησε αυθόρμητα, απόρροια του κουραστικού ταξιδιού και της συναναστροφής με την πόλη και τους ανθρώπους της τον προηγούμενο χειμώνα. Μετά από λίγο και αφού το λεωφορείο διασχίσει την στενή οδό μέσα από τον μικρό επίπεδο κάμπο φτάνουμε στο τέλος του δρόμου, στην παραλία. Στον στόχο.
Βρίσκομαι στο ίδιο νησί, στην ίδια παραλία, με την σκηνή στημένη στο ίδιο σημείο όπως έξι χρόνια πριν. Έξι ολόκληρα καλοκαίρια η ίδια ανάγκη να ξαναβρεθώ εδώ ακριβώς, να φτάσω ξημέρωμα, μόνος, μετά από μισή και πλέον ημέρα αργού ταξιδιού και να στήσω την σκηνή κάτω από την αραιή σκιά των δέντρων της παραλίας με πρόσωπο στην θάλασσα. Έξι χρόνια η ίδια ανάγκη να περιμένω το βράδυ να ανάψει εκατομμύρια αστέρια, να μπορέσω μέσα στο απόλυτο σκοτάδι να τα μετρήσω ένα προς ένα, να διακρίνω το νεφέλωμα του γαλαξία να ανατέλλει στα αριστερά της παραλίας και να κοιμηθώ με έναν ελαφρύ αέρα να μου ξεπλένει το μυαλό. Και το πρωί, με το πρώτο φως, να βουτήξω στα δροσερά νερά της θάλασσας, να αναβαπτιστώ στην απλότητα της νέας μέρας, να παρατηρήσω την φύση να ξυπνά και αργότερα, όταν ο ήλιος έχει πλέον αρχίσει να μας κοιτά και να μας ζεσταίνει επίμονα από ψηλά, να βρεθώ κάτω από ένα σκιερό δέντρο σε μια προσεκτικά -σε ότι αφορά στην θέση της- τοποθετημένη αιώρα, να διαβάσω ένα από τα βιβλία που κουβάλησα από την πόλη και -στα διαλείμματα- να συζητήσω με τον κόσμο που μαζεύεται εκεί.
Η ζωή στο νησί φαίνεται πολύ γεμάτη μ' ένα βιβλίο και μια αιώρα. Δύο μικροσκοπικά γατιά, θα 'ναι δεν θα 'ναι τριών μηνών, παίζουν αδιάκοπα με τα πάντα· με τον κορμό του δέντρου, με τα πεσμένα κλαδιά, με την άμμο, με τα γυμνά πόδια. Ο βορειοδυτικός αέρας φυσά πίσω από την πλάτη και μου ρίχνει τα αλατισμένα μαλλιά στο πρόσωπο. Πριν ξεκινήσω για το νησί είχα βάλει σκοπό να τα κόψω γιατί με τσαντίζουν όταν πέφτουν στο πρόσωπο, όμως τελικά μοιάζει με καλοκαιρινή άσκηση ψυχραιμίας να τα αφήνω να με ενοχλούν χωρίς να αντιδρώ. Ποιο το νόημα άλλωστε να είναι όλα τέλεια; ή μάλλον καλύτερα, η τελειότητα τελικά μπορεί να βρίσκεται σε τόσα άλλα μικρότερα και απλούστερα πράγματα που κάποια άλλα, εδώ στην άκρη του μικρού μου κόσμου, μπορούν να περνούν εντελώς αδιάφορα.
Σπρώχνω με το ένα χέρι τον κορμό του δέντρου ώστε να δίνω μια ελαφριά κίνηση στην αιώρα. Με το άλλο χέρι κρατώ μπροστά στα μάτια μου ένα βιβλίο που μόλις ξεκίνησα, ευθεία συνέχεια ενός προηγούμενου, χωρίς ωστόσο καμιά απολύτως θεματική συνάρτηση. Το συγκεκριμένο βιβλίο το είχα βρει κατά την διάρκεια μετακόμισης ενός γραφείου στην οποία είχα βοηθήσει κάποια χρόνια πριν. Δεν άνηκε σε κανέναν από τους ενοικιαστές ή τους ιδιοκτήτες του γραφείου κι έτσι αποφάσισα να το κρατήσω και να το βάλω στο ράφι της βιβλιοθήκης στο σπίτι. Σήμερα που το άνοιξα μετά τόσο καιρό, ανακάλυψα στην δεύτερη σελίδα του μια ευγενική αφιέρωση από κάποιον φυλακισμένο προς κάποιο όνομα που μου είναι γενικά κι αόριστα γνωστό αλλά όχι οικείο.
Στην διαδρομή, πέντε παιδιά που επισκέπτονται για πρώτη φορά το νησί αναρωτιούνται πόση ώρα έχουμε ακόμα μπροστά μας και προς τα που πέφτει ο προορισμός. Τους ενημερώνω με ένα μάλλον βαρετό ύφος -όπως μου είπαν κάποιες μέρες αργότερα- που μάλλον θα ήθελα να υποδηλώνει εμπειρία και επιστροφή σε γνώριμα μέρη. Με ευχαριστούν. Δεν το επεδίωξα το ύφος, μάλλον ξεπήδησε αυθόρμητα, απόρροια του κουραστικού ταξιδιού και της συναναστροφής με την πόλη και τους ανθρώπους της τον προηγούμενο χειμώνα. Μετά από λίγο και αφού το λεωφορείο διασχίσει την στενή οδό μέσα από τον μικρό επίπεδο κάμπο φτάνουμε στο τέλος του δρόμου, στην παραλία. Στον στόχο.
Βρίσκομαι στο ίδιο νησί, στην ίδια παραλία, με την σκηνή στημένη στο ίδιο σημείο όπως έξι χρόνια πριν. Έξι ολόκληρα καλοκαίρια η ίδια ανάγκη να ξαναβρεθώ εδώ ακριβώς, να φτάσω ξημέρωμα, μόνος, μετά από μισή και πλέον ημέρα αργού ταξιδιού και να στήσω την σκηνή κάτω από την αραιή σκιά των δέντρων της παραλίας με πρόσωπο στην θάλασσα. Έξι χρόνια η ίδια ανάγκη να περιμένω το βράδυ να ανάψει εκατομμύρια αστέρια, να μπορέσω μέσα στο απόλυτο σκοτάδι να τα μετρήσω ένα προς ένα, να διακρίνω το νεφέλωμα του γαλαξία να ανατέλλει στα αριστερά της παραλίας και να κοιμηθώ με έναν ελαφρύ αέρα να μου ξεπλένει το μυαλό. Και το πρωί, με το πρώτο φως, να βουτήξω στα δροσερά νερά της θάλασσας, να αναβαπτιστώ στην απλότητα της νέας μέρας, να παρατηρήσω την φύση να ξυπνά και αργότερα, όταν ο ήλιος έχει πλέον αρχίσει να μας κοιτά και να μας ζεσταίνει επίμονα από ψηλά, να βρεθώ κάτω από ένα σκιερό δέντρο σε μια προσεκτικά -σε ότι αφορά στην θέση της- τοποθετημένη αιώρα, να διαβάσω ένα από τα βιβλία που κουβάλησα από την πόλη και -στα διαλείμματα- να συζητήσω με τον κόσμο που μαζεύεται εκεί.
Η ζωή στο νησί φαίνεται πολύ γεμάτη μ' ένα βιβλίο και μια αιώρα. Δύο μικροσκοπικά γατιά, θα 'ναι δεν θα 'ναι τριών μηνών, παίζουν αδιάκοπα με τα πάντα· με τον κορμό του δέντρου, με τα πεσμένα κλαδιά, με την άμμο, με τα γυμνά πόδια. Ο βορειοδυτικός αέρας φυσά πίσω από την πλάτη και μου ρίχνει τα αλατισμένα μαλλιά στο πρόσωπο. Πριν ξεκινήσω για το νησί είχα βάλει σκοπό να τα κόψω γιατί με τσαντίζουν όταν πέφτουν στο πρόσωπο, όμως τελικά μοιάζει με καλοκαιρινή άσκηση ψυχραιμίας να τα αφήνω να με ενοχλούν χωρίς να αντιδρώ. Ποιο το νόημα άλλωστε να είναι όλα τέλεια; ή μάλλον καλύτερα, η τελειότητα τελικά μπορεί να βρίσκεται σε τόσα άλλα μικρότερα και απλούστερα πράγματα που κάποια άλλα, εδώ στην άκρη του μικρού μου κόσμου, μπορούν να περνούν εντελώς αδιάφορα.
Σπρώχνω με το ένα χέρι τον κορμό του δέντρου ώστε να δίνω μια ελαφριά κίνηση στην αιώρα. Με το άλλο χέρι κρατώ μπροστά στα μάτια μου ένα βιβλίο που μόλις ξεκίνησα, ευθεία συνέχεια ενός προηγούμενου, χωρίς ωστόσο καμιά απολύτως θεματική συνάρτηση. Το συγκεκριμένο βιβλίο το είχα βρει κατά την διάρκεια μετακόμισης ενός γραφείου στην οποία είχα βοηθήσει κάποια χρόνια πριν. Δεν άνηκε σε κανέναν από τους ενοικιαστές ή τους ιδιοκτήτες του γραφείου κι έτσι αποφάσισα να το κρατήσω και να το βάλω στο ράφι της βιβλιοθήκης στο σπίτι. Σήμερα που το άνοιξα μετά τόσο καιρό, ανακάλυψα στην δεύτερη σελίδα του μια ευγενική αφιέρωση από κάποιον φυλακισμένο προς κάποιο όνομα που μου είναι γενικά κι αόριστα γνωστό αλλά όχι οικείο.
«Φυλακές Κορυδαλλού, 20-9-2009»
Μόλις επιστρέψω στην πόλη θα προσπαθήσω να εντοπίσω τον παραλήπτη της αφιέρωσης και να του παραδώσω το βιβλίο. Δεν γνωρίζω γιατί και πως βρέθηκε σε εκείνο το γραφείο, όμως νιώθω πως σε εκείνον θα πρέπει να φτάσει ξανά, κάπως, ύστερα από τόσα χρόνια. Αυτό το "κάπως" είμαι προφανώς εγώ.
Τα γατιά συνεχίζουν να παίζουν με τα πάντα έως ότου κάποια στιγμή να κουραστούν και να κουλουριαστούν αγκαλιά σε κάποιο ψηλό κλαδί του μεγάλου δέντρου στην σκιά του οποίου μαζευόμαστε όλοι από κάτω. Σιγά-σιγά η νύχτα καταφθάνει. Εμείς, η ανομοιόμορφη παρέα γνωστών και αγνώστων με μοναδικό κοινό σημείο τον τόπο, πίνουμε καμιά δροσερή μπύρα συζητώντας πριν καληνυχτιστούμε και επιστρέψουμε στις σκηνές. Ένας νέος κύκλος αφαιρετικής πληρότητας είναι έτοιμος να ξεκινήσει. Τα αστέρια, το νεφέλωμα του γαλαξία, ο δροσερός ύπνος, το πρωινό ξύπνημα, η βουτιά, η αιώρα, τα γατιά, το βιβλίο, οι συζητήσεις και ο αέρας να φέρνει τα μαλλιά στο πρόσωπο ξανά και ξανά, μέρα με την μέρα, σε μια αργή και λυτρωτική επανάληψη μέχρι να σημάνει η ώρα για την επιστροφή στην πόλη.
Τα γατιά συνεχίζουν να παίζουν με τα πάντα έως ότου κάποια στιγμή να κουραστούν και να κουλουριαστούν αγκαλιά σε κάποιο ψηλό κλαδί του μεγάλου δέντρου στην σκιά του οποίου μαζευόμαστε όλοι από κάτω. Σιγά-σιγά η νύχτα καταφθάνει. Εμείς, η ανομοιόμορφη παρέα γνωστών και αγνώστων με μοναδικό κοινό σημείο τον τόπο, πίνουμε καμιά δροσερή μπύρα συζητώντας πριν καληνυχτιστούμε και επιστρέψουμε στις σκηνές. Ένας νέος κύκλος αφαιρετικής πληρότητας είναι έτοιμος να ξεκινήσει. Τα αστέρια, το νεφέλωμα του γαλαξία, ο δροσερός ύπνος, το πρωινό ξύπνημα, η βουτιά, η αιώρα, τα γατιά, το βιβλίο, οι συζητήσεις και ο αέρας να φέρνει τα μαλλιά στο πρόσωπο ξανά και ξανά, μέρα με την μέρα, σε μια αργή και λυτρωτική επανάληψη μέχρι να σημάνει η ώρα για την επιστροφή στην πόλη.
Είναι το καλοκαίρι· τώρα που, ύστερ’ απ’ τους ανοιξιάτικους οργασμούς, μεστώνουν οι ορμές. Τα δόντια, καθώς δαγκώνουν τους καρπούς, λες και βουτάν σε χυμούς ανθρώπινου κορμιού. Οι επίμονοι ιδρώτες σκορπάν οσμές γονιμικά ερεθιστικές. Τα λεύτερα κορμιά προσφέρονται στο χάδι του ανέμου, του ήλιου, του ματιού. Προκαλούν το άγγισμα του χεριού που θα τα ταράξη· γυρεύουν την πανίσχυρη συνουσία, που θα τα λυτρώση από το γενετήσιο εφιάλτη. Είναι το καλοκαίρι. Οι άνθρωποι με μάτια ανήσυχα κοιτούν ορίζοντες, αναζητώντας το σύννεφο με τη βροχή· λαχταρώντας το δροσερό υετό, που θα τους λυτρώση απ’ τις δυναμικές ατονίες τους. Με ψυχές λαφιασμένες γυρεύουν ένα παρήγορο ύπνο, που δε λέει να ’ρθη. Τα κρεβάτια είναι πολύ στενά, τα σεντόνια πολύ ζεστά, τα κορμιά πολύ υγρά. Η μέρα έρχεται γρήγορα, να ξεδιαλύνη τα πονηρά όνειρα· κι η νύχτα αργά, να χύση βάλσαμο στις ανησυχίες. Είναι το καλοκαίρι…
Μ. Καραγάτσης - «Η Μεγάλη Χίμαιρα»