να ανακατέψουμε τα αγάλματα της πόλης ένα βράδυ, το πρωί να βραχυκυκλώσουν τα περιστέρια, να κάνουν επιθέσεις αυτοκτονίας στους γραβατάκηδες
@to_portatif (twitter)
Τι χρειάζεται πραγματικά αυτή η κοινωνία για να αλλάξει, να μεταλλαχθεί προς το καλύτερο; Πως θα γίνει μια μέρα οι άνθρωποι της πόλης να ξυπνήσουν με σκοπό να οργανώσουν μια τεράστια συνομωσία πίσω από τις πλάτες των εξουσιαστών, μια συνομωσία που την επομένη θα φέρει τα χαμόγελα να λάμπουν πονηρά κάτω από τον ουρανό μιας διάθεσης διαφορετικής; Χαμόγελα που μπορεί να μην κρατήσουν για πάντα, αλλά θα κουβαλάνε για καιρό τη μυστική αίσθηση πως, έστω για μια στιγμή, υπήρξε νίκη.
Το άνοιγμα του υπολογιστή το πρωί φέρνει μπροστά μου μια συλλογή από προβλήματα, μπερδέματα, οργή, λύπη και συναισθήματα δύσκολα. Ανοίγοντας το παράθυρο ο ανοιξιάτικος ήλιος καλωσορίζει το φως, ωστόσο τα δυο παράθυρα δείχνουν να πολεμούν μεταξύ τους. Μια μάχη άνιση γιατί ο γοητευτικός ήλιος συνηθίζεται εύκολα, ενώ τα συναισθήματα πνίγουν και οδηγούν το μυαλό σε μονοπάτια αδιέξοδα, αποπνικτικά. Αν κάποιος κλείσει τον υπολογιστή κλείνει τα μάτια σε μια κοινωνία που καθημερινά ματώνει κάτω από τα δόντια του ρατσισμού και του φόβου. Αν κλείσει το παράθυρο κλείνει τον εαυτό του σε ένα κλουβί ανήλιο, ασφαλές με κάποιο τρόπο, μα και χωρίς ελπίδα.
Πριν κάποιο καιρό η τύχη έφερε τα πόδια μου να σέρνονται στην σκόνη μιας ερήμου τόσο γόνιμης (όταν πέφτει έστω και η παραμικρή στάλα νερού πάνω της), όσο και άγονης (όταν αντί για το νερό στάζει αίμα). Χώματα της Μέσης Ανατολής που θρησκείες, πολιτικές και συμφέροντα ποδοπατούν άγρια εδώ και αιώνες. Η σκέψη ξαφνικά αφέθηκε να ανταλλάσσει κουβέντες με τον καυτό ήλιο. Γιατί όλα να γίνονται άραγε τόσο δύσκολα, να εγκλωβίζονται σε εξουσίες και εγωισμούς; Αφού ο ήλιος δεν γνωρίζει ούτε από εξουσίες αλλά ούτε και από εγωισμούς. Γιατί τα μάτια μας να μην συναντιώνται και να χαμογελούν χωρίς προϋποθέσεις και στην τελική ποια είναι εκείνη η προϋπόθεση, η τόσο σπουδαία και μεγάλη, που αναγκάζει να μπαίνουν κάγκελα πίσω από τις ματιές, τα μυαλά και τα σώματα μας;
Μόνη μας ίσως ελπίδα, μια μέρα κάποιοι λίγοι τολμηροί να κλείσουν συνομωτικά το μάτι μεταξύ τους και να σκαρώσουν το μεγάλο ανέκδοτο της πόλης. Να την απορρυθμίσουν, να την κάνουν να πάψει να κοιτάζει χαμηλά, να την βγάλουν από την κανονικότητα, την ρουτίνα της. Δεν είναι εύκολο, όμως για σκέψου εκείνη την όμορφη ημέρα που τα περιστέρια θα επιτίθενται στους γραβατάκηδες της καταπίεσης μας, σκέψου πως η άνοιξη θα μας έχει χαμογελάσει και η πόλη θα έχει γίνει κομμάτι δικό μας. Έστω για μια στιγμή.
Πριν κάποιο καιρό η τύχη έφερε τα πόδια μου να σέρνονται στην σκόνη μιας ερήμου τόσο γόνιμης (όταν πέφτει έστω και η παραμικρή στάλα νερού πάνω της), όσο και άγονης (όταν αντί για το νερό στάζει αίμα). Χώματα της Μέσης Ανατολής που θρησκείες, πολιτικές και συμφέροντα ποδοπατούν άγρια εδώ και αιώνες. Η σκέψη ξαφνικά αφέθηκε να ανταλλάσσει κουβέντες με τον καυτό ήλιο. Γιατί όλα να γίνονται άραγε τόσο δύσκολα, να εγκλωβίζονται σε εξουσίες και εγωισμούς; Αφού ο ήλιος δεν γνωρίζει ούτε από εξουσίες αλλά ούτε και από εγωισμούς. Γιατί τα μάτια μας να μην συναντιώνται και να χαμογελούν χωρίς προϋποθέσεις και στην τελική ποια είναι εκείνη η προϋπόθεση, η τόσο σπουδαία και μεγάλη, που αναγκάζει να μπαίνουν κάγκελα πίσω από τις ματιές, τα μυαλά και τα σώματα μας;
Μόνη μας ίσως ελπίδα, μια μέρα κάποιοι λίγοι τολμηροί να κλείσουν συνομωτικά το μάτι μεταξύ τους και να σκαρώσουν το μεγάλο ανέκδοτο της πόλης. Να την απορρυθμίσουν, να την κάνουν να πάψει να κοιτάζει χαμηλά, να την βγάλουν από την κανονικότητα, την ρουτίνα της. Δεν είναι εύκολο, όμως για σκέψου εκείνη την όμορφη ημέρα που τα περιστέρια θα επιτίθενται στους γραβατάκηδες της καταπίεσης μας, σκέψου πως η άνοιξη θα μας έχει χαμογελάσει και η πόλη θα έχει γίνει κομμάτι δικό μας. Έστω για μια στιγμή.