Έχεις ακούσει ποτέ τζιτζίκια;
Όχι, ειλικρινά. Έχεις ποτέ πραγματικά ακούσει τα τζιτζίκια; Πρέπει να είναι ο πιο ευχάριστος ενοχλητικός θόρυβος που υπάρχει στον κόσμο. Όχι απλά σου φέρνει στο μυαλό όλα τα καλοκαίρια που έχεις ζήσει, όλες τις φορές κάτω από το πλατάνι που μικρός έτρωγες φρούτα και πορτοκαλάδα και όταν μεγάλωσες έπινες ούζα και έτρωγες μεζέδες. Όχι απλά για εκείνα τα βράδια που παρακάλαγες να φυσήξει λίγο για να δροσιστείς και αυτά νόμιζες πως θα σου σπάσουν το κεφάλι με τη φασαρία τους ή όταν τα έψαχνες στα κλαδιά και τα φυλάκιζες μέσα στα χέρια σου. Το τραγούδι τους έχει τόσα παραπάνω να σου πει. Είναι το μάντρα που επαναλαμβάνεται όλο το καλοκαίρι, ακούραστα, συνεχόμενα και αδιάκοπα, μέχρι να σου γεμίσει το μυαλό και να μη χωράει τίποτα άλλο. Αυτό και ο ήχος της θάλασσας που σκάει πάνω στα βράχια αδειάζουν το μυαλό από όλα τα περιττά που κουβαλάς όλη τη χρονιά.
Όχι, ειλικρινά. Έχεις ποτέ πραγματικά ακούσει τα τζιτζίκια; Πρέπει να είναι ο πιο ευχάριστος ενοχλητικός θόρυβος που υπάρχει στον κόσμο. Όχι απλά σου φέρνει στο μυαλό όλα τα καλοκαίρια που έχεις ζήσει, όλες τις φορές κάτω από το πλατάνι που μικρός έτρωγες φρούτα και πορτοκαλάδα και όταν μεγάλωσες έπινες ούζα και έτρωγες μεζέδες. Όχι απλά για εκείνα τα βράδια που παρακάλαγες να φυσήξει λίγο για να δροσιστείς και αυτά νόμιζες πως θα σου σπάσουν το κεφάλι με τη φασαρία τους ή όταν τα έψαχνες στα κλαδιά και τα φυλάκιζες μέσα στα χέρια σου. Το τραγούδι τους έχει τόσα παραπάνω να σου πει. Είναι το μάντρα που επαναλαμβάνεται όλο το καλοκαίρι, ακούραστα, συνεχόμενα και αδιάκοπα, μέχρι να σου γεμίσει το μυαλό και να μη χωράει τίποτα άλλο. Αυτό και ο ήχος της θάλασσας που σκάει πάνω στα βράχια αδειάζουν το μυαλό από όλα τα περιττά που κουβαλάς όλη τη χρονιά.
Σου δίνουν όμως κι ένα πιο σημαντικό μάθημα. Ένα μάθημα που στο μάθανε λάθος από παιδί. Ο τζίτζικας, σου έλεγε ξανά και ξανά εκείνη η ιστορία, είναι τεμπέλης. Κάθεται όλο το καλοκαίρι και αράζει τραγουδώντας και δε σκέφτεται να δουλέψει, να μαζέψει, να αποταμιεύσει. Όταν έρθει ο χειμώνας, είναι το καλό εργατικό μερμηγκάκι, που δεν ξόδεψε “άσκοπα” τον καιρό του με χαλάρωση και τέτοιες βλακείες, που τον ξελασπώνει. Με πόσο λάθος ιστορίες μεγαλώσαμε! Από μικροί να μάθουμε ότι το μόνο πράγμα που αξίζει επιβράβευση είναι η δουλειά, η νοικοκυροσύνη. Η τεμπελιά είναι κακιά, η δουλειά και η προκοπή σε κάνουν άξιο.
Δεν είδα βέβαια τα τζιτζίκια να αφανιστούν από αυτή τους την “απρόσεχτη” και “επικίνδυνη” συμπεριφορά. Κάθε χρόνο εκεί είναι, βγαίνουν από το χώμα όπου κρύβονται όλο το χειμώνα και συνεχίζουν το τραγούδι τους…
Οι μέλισσες, από την άλλη, κι αυτές δεινές εργάτριες, κλασσικό παράδειγμα αφοσιωμένης και οργανωμένης δουλειάς, είναι αντιμέτωπες με τραγικές καταστάσεις λόγω αυτής τους της εμμονής. Γεννημένες με τη δουλειά και με τη συσσώρευση του πλούσιου μελιού μέσα στις κυψέλες τους, τυφλωμένες από τη λαχτάρα για παραγωγή, καταλήγουν μέσα σε μπουκάλια με πορτοκαλάδα, πνιγμένες από την απληστία, αφού αυτό έμαθαν πως θα τους φέρει την ευτυχία.
–
Ακολουθώντας τη σοφία του τζίτζικα, τεμπελιάζω γυμνός πάνω στα λευκά βότσαλα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Οι πρώτες αλυσίδες που πρέπει να σπάσουμε είναι αυτές που έχουμε βάλει οι ίδιοι στον εαυτό μας και η ντροπή της γύμνιας είναι μία από αυτές, ίσως και η πιο εύκολη. Οπότε αρχίζουμε από εκεί (δεν έχει νόημα να πας με τη μία στα θηρία) και το πάμε βήμα βήμα. Ελευθερωμένος πια, διαπιστώνεις ότι είσαι λιγότερο εκτεθειμένος ανάμεσα σε ένα πλήθος αγνώστων σε μια παραλία, παρά όταν είσαι ντυμένος και “νορμάλ” ανάμεσα σε ένα πλήθος μέσα στην πόλη. Όλα φαίνονται να είναι στη θέση τους, όλα μοιάζουν να είναι όπως πρέπει. Τα τζιτζίκια και το κύμα, με το μαγικό τους μάντρα, έχουν καταφέρει να αδειάσουν μεγάλο μέρος από το χαμό μέσα στο κεφάλι σου (κάποια πράγματα δεν βγαίνουν με τίποτα, τι μάντρα να χρειάζεται άραγε).
Νωρίτερα, κατεβαίνοντας την απόκρημνη πλαγιά προς την παραλία και αποκτώντας τις πρώτες γνώσεις ορειβασίας, μια παρέα από κορίτσια προσπαθούν να υπερβούν το δύσκολο κομμάτι της κατάβασης μετά από εμάς. Μία από αυτές θα φωνάξει στις φίλες της «ελάτε ρε, είναι γιόλο!» και θα πει σε μια φράση όσα είπαν όλα τα τζιτζίκια του κόσμου στα αυτιά των ανθρώπων ανά τους αιώνες, αλλά δεν τα καταλάβαμε.
You only live once.
Ταυτιστήκαμε για κάποιο λόγο με τα μερμήγκια και τις μέλισσες, δεν ακούσαμε το γιόλο που μας φώναξαν τα τζιτζίκια, τόσο επίμονα και καταλήξαμε να κολυμπάμε μέσα σε μια χλιαρή πορτοκαλάδα, στον πάτο του μπουκαλιού, μη μπορώντας να βρούμε από που μπήκαμε…
–
Επιστροφή στην πραγματικότητα. Οι ελληνάρες φωνάζουν για κάποιο γκολ και βγάζουν όλη τους τη λύσσα του αποκλεισμού πάνω στις κόρνες, μέσα στην όποια ησυχία της μεταμεσονύκτιας Αθήνας. Οι φωνές και οι κουβέντες τους δε βγαίνουν από το μυαλό ακόμα κι αν είσαι ο μεγαλύτερος γιόγκι…
–
Υ.Γ.: Κάποιες μέλισσες στο τέλος καταφέρνουν και βρίσκουν την τρύπα του μπουκαλιού και δραπετεύουν…
Δεν είδα βέβαια τα τζιτζίκια να αφανιστούν από αυτή τους την “απρόσεχτη” και “επικίνδυνη” συμπεριφορά. Κάθε χρόνο εκεί είναι, βγαίνουν από το χώμα όπου κρύβονται όλο το χειμώνα και συνεχίζουν το τραγούδι τους…
Οι μέλισσες, από την άλλη, κι αυτές δεινές εργάτριες, κλασσικό παράδειγμα αφοσιωμένης και οργανωμένης δουλειάς, είναι αντιμέτωπες με τραγικές καταστάσεις λόγω αυτής τους της εμμονής. Γεννημένες με τη δουλειά και με τη συσσώρευση του πλούσιου μελιού μέσα στις κυψέλες τους, τυφλωμένες από τη λαχτάρα για παραγωγή, καταλήγουν μέσα σε μπουκάλια με πορτοκαλάδα, πνιγμένες από την απληστία, αφού αυτό έμαθαν πως θα τους φέρει την ευτυχία.
–
Ακολουθώντας τη σοφία του τζίτζικα, τεμπελιάζω γυμνός πάνω στα λευκά βότσαλα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Οι πρώτες αλυσίδες που πρέπει να σπάσουμε είναι αυτές που έχουμε βάλει οι ίδιοι στον εαυτό μας και η ντροπή της γύμνιας είναι μία από αυτές, ίσως και η πιο εύκολη. Οπότε αρχίζουμε από εκεί (δεν έχει νόημα να πας με τη μία στα θηρία) και το πάμε βήμα βήμα. Ελευθερωμένος πια, διαπιστώνεις ότι είσαι λιγότερο εκτεθειμένος ανάμεσα σε ένα πλήθος αγνώστων σε μια παραλία, παρά όταν είσαι ντυμένος και “νορμάλ” ανάμεσα σε ένα πλήθος μέσα στην πόλη. Όλα φαίνονται να είναι στη θέση τους, όλα μοιάζουν να είναι όπως πρέπει. Τα τζιτζίκια και το κύμα, με το μαγικό τους μάντρα, έχουν καταφέρει να αδειάσουν μεγάλο μέρος από το χαμό μέσα στο κεφάλι σου (κάποια πράγματα δεν βγαίνουν με τίποτα, τι μάντρα να χρειάζεται άραγε).
Νωρίτερα, κατεβαίνοντας την απόκρημνη πλαγιά προς την παραλία και αποκτώντας τις πρώτες γνώσεις ορειβασίας, μια παρέα από κορίτσια προσπαθούν να υπερβούν το δύσκολο κομμάτι της κατάβασης μετά από εμάς. Μία από αυτές θα φωνάξει στις φίλες της «ελάτε ρε, είναι γιόλο!» και θα πει σε μια φράση όσα είπαν όλα τα τζιτζίκια του κόσμου στα αυτιά των ανθρώπων ανά τους αιώνες, αλλά δεν τα καταλάβαμε.
You only live once.
Ταυτιστήκαμε για κάποιο λόγο με τα μερμήγκια και τις μέλισσες, δεν ακούσαμε το γιόλο που μας φώναξαν τα τζιτζίκια, τόσο επίμονα και καταλήξαμε να κολυμπάμε μέσα σε μια χλιαρή πορτοκαλάδα, στον πάτο του μπουκαλιού, μη μπορώντας να βρούμε από που μπήκαμε…
–
Επιστροφή στην πραγματικότητα. Οι ελληνάρες φωνάζουν για κάποιο γκολ και βγάζουν όλη τους τη λύσσα του αποκλεισμού πάνω στις κόρνες, μέσα στην όποια ησυχία της μεταμεσονύκτιας Αθήνας. Οι φωνές και οι κουβέντες τους δε βγαίνουν από το μυαλό ακόμα κι αν είσαι ο μεγαλύτερος γιόγκι…
–
Υ.Γ.: Κάποιες μέλισσες στο τέλος καταφέρνουν και βρίσκουν την τρύπα του μπουκαλιού και δραπετεύουν…
Συντάκτης: Βαγγέλης Στεφάνου - Αναδημοσίευση από: enfo