Χθες περπατώντας στο Θησείο έπεσα πάνω σε αυτήν τη φωτογραφία της Κατερίνας Γώγου. Κάλυπτε το παράθυρο του ημιυπογείου ενός σακατεμένου κτιρίου σ’ ένα στενό, όπου δεν περπατούσε άλλος περαστικός, πέρα από ‘μένα.
Το βλέμμα της Γώγου μ’ έκανε να σταματήσω μπρος της. Τόσο όμορφο το πρόσωπό της, τόσο παιδικό πλαισιωμένο με το κοντό μαλλί , μα και τόσο βαρύ απ’ τη θλίψη των ματιών της. Κοιτάζω το κτίριο πίσω της. Μια ταμπέλα πάνω απ’ την είσοδό του ενημερώνει πως είναι ιδιοκτησία της Αρχαιολογικής Εταιρίας. Είναι ένα κτίριο προς δόξαν του μεγαλοπρεπούς παρελθόντος, της σπουδαίας κληρονομιάς. Μα το κτίσμα είναι καταρρακωμένο, σιδερόφραχτο. Χαρακτηρισμένο διατηρητέο.
Στρέφομαι πάλι στη Γώγου. Τη βλέπω, εκεί χαμηλά, στη βάση του κτιρίου, να κουβαλά στους ώμους της το βάρος της ιδιοκτησίας που τα κάγκελα φροντίζουν να γίνει σεβαστή, το τσακισμένο παρελθόν που το κράτος φροντίζει να χαρακτηρισθεί διατηρητέο. Κατανοώ τη θλίψη της. Τη νιώθω κι εγώ.
Το βλέμμα της Γώγου μ’ έκανε να σταματήσω μπρος της. Τόσο όμορφο το πρόσωπό της, τόσο παιδικό πλαισιωμένο με το κοντό μαλλί , μα και τόσο βαρύ απ’ τη θλίψη των ματιών της. Κοιτάζω το κτίριο πίσω της. Μια ταμπέλα πάνω απ’ την είσοδό του ενημερώνει πως είναι ιδιοκτησία της Αρχαιολογικής Εταιρίας. Είναι ένα κτίριο προς δόξαν του μεγαλοπρεπούς παρελθόντος, της σπουδαίας κληρονομιάς. Μα το κτίσμα είναι καταρρακωμένο, σιδερόφραχτο. Χαρακτηρισμένο διατηρητέο.
Στρέφομαι πάλι στη Γώγου. Τη βλέπω, εκεί χαμηλά, στη βάση του κτιρίου, να κουβαλά στους ώμους της το βάρος της ιδιοκτησίας που τα κάγκελα φροντίζουν να γίνει σεβαστή, το τσακισμένο παρελθόν που το κράτος φροντίζει να χαρακτηρισθεί διατηρητέο. Κατανοώ τη θλίψη της. Τη νιώθω κι εγώ.